-
1 ξυμμαχια
ион. συμμᾰχίη ἥ1) (оборонительно-наступательный) военный союз(συμμαχίαν ποιεῖσθαί τινι Thuc. и πρός τινα Her., Xen.)
2) собир. союзники Her., Eur., Aeschin.3) союзное войско Thuc.ξυμμαχίαν πέμπειν τινί Xen. — посылать кому-л. (на помощь) отряды союзников
4) территория союзников -
2 προξενεω
1) быть проксеном, пользоваться общественным гостеприимствомδιὰ τέν φιλίαν πρὸς ὑμᾶς καὴ διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν Xen. — в силу дружбы с вами и в силу того, что я являюсь вашим официальным гостем
2) оказывать (официальное) гостеприимство, принимать как гостя(τῶν πρέσβεων Dem.)
3) оказывать покровительство, быть защитником(τινος Eur., Arph.)
4) оказывать, доставлять, давать, делать(ἐμπορία προξενοῦσα φιλίας Plut.)
ἡμεῖς τἄλλα προξενήσομεν Eur. — об остальном мы позаботимся;π. θράσος Soph. — придавать мужество;κίνδυνον π. τινι Xen. — подвергать кого-л. опасности;π. τινι ὁρᾶν τι Soph. — давать кому-л. возможность видеть что-л.5) давать указания, советовать(τινι Soph.)
6) рекомендовать(τέν λιτότητά τινι Plut.)
π. τινί τινα τῷ υἱεῖ διδάσκαλον Plat. — рекомендовать кому-л. кого-л. в качестве учителя для сына -
3 συμμαχια
ион. συμμᾰχίη ἥ1) (оборонительно-наступательный) военный союз(συμμαχίαν ποιεῖσθαί τινι Thuc. и πρός τινα Her., Xen.)
2) собир. союзники Her., Eur., Aeschin.3) союзное войско Thuc.ξυμμαχίαν πέμπειν τινί Xen. — посылать кому-л. (на помощь) отряды союзников
4) территория союзников
См. также в других словарях:
Αιάκειον — Αρχαιότατο κτίσμα στην Αίγινα, όπου βρισκόταν ο τάφος του Αιακού. Ο Παυσανίας αναφέρει πως υπήρχε ένας περίβολος από άσπρη πέτρα «εν επιφανεστάτω της πόλεως» και μέσα αιωνόβιες ελιές και ένας βωμός. Στην είσοδο του περιβόλου υπήρχε εικόνα των… … Dictionary of Greek
χρηματισμός — ο, ΝΜΑ [χρηματίζω, ομαι] πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσα μσν. 1. εποχή, χρονική περίοδος 2. προνόμιο αρχ. 1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων 2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν… … Dictionary of Greek
αδμινσουνάλιος — Παρεφθαρμένος βυζαντινός τύπος του αδμισιονάλιος, από το λατινικό admissionalis: ο εισηγητής των πρέσβεων στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης … Dictionary of Greek
νούντσιος, αποστολικός — Τίτλος που αποδίδεται σε ορισμένους ιεράρχες της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, κατά κανόνα επισκόπους ή αρχιεπισκόπους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν επίσημα τον πάπα στις κυβερνήσεις με τις οποίες η Αγία Έδρα διατηρεί κανονικές διπλωματικές σχέσεις,… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… … Dictionary of Greek
αδμισσιών — ἀδμισσιών ( ῶνος), η (Μ) παρουσίαση τών ξένων πρέσβεων, προσαγωγή τών ξένων επισκεπτών στο Παλάτι τής Κωνσταντινούπολης κατά τους βυζαντινούς χρόνους από τον αδμισσιονάλιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. admissio (= εισδοχή)] … Dictionary of Greek
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek